- κάρρο
- το (AM κάρρον)βλ. κάρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αραμπάς — ο άμαξα, κάρρο που το σέρνουν βόδια ή άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. araba] … Dictionary of Greek
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek